- οιστραδιόλη
- ηστεροειδής ορμόμη που αντιπροσωπεύει τα 95% τής συνολικής έκκρισης οιστρογόνων τής γυναίκας κατά την περίοδο τής γεννητικής δραστηριότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oestradiol < oistrin «είδος ορμόνης» (< οίστρος) + κατάλ. -diol].
Dictionary of Greek. 2013.